- προφητεύω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης]1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ' ἐγώ», Πίνδ.γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ», Ηρόδ.)2. ερμηνεύω την Αγία Γραφή με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος («ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων», ΚΔ)νεοελλ.-μσν.προβλέπω, προμαντεύω, συμπεραίνω ότι θα συμβεί κάτι (α. «τό θέλαν επροφήτεψε, δίχως να το κατέχει», Ερωτόκρ.β. «τάχατε προφητεύομαι καὶ λέγω το μεγάλως», Πρόδρ.)αρχ.1. εκτελώ έργο προφήτη, αναγνωρισμένου χρησμοδότη σε μαντείο2. κάνω διαγνώσεις ή ορίζω φάρμακα χωρίς να είμαι γιατρός, είμαι αγύρτης, κομπογιανίτης.
Dictionary of Greek. 2013.